- λινουλκός
- λινουλκόςof spun flaxmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λινουλκός — λινουλκός, όν (Α) κατασκευασμένος από κλωσμένες ίνες λιναριού. [ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + ουλκός (< ἕλκω), πρβλ. εμβρυ ουλκός, τοξ ουλκός] … Dictionary of Greek
λίνο — το (AM λίνον) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που, σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια λινίδες 2. το πιο σημαντικό είδος αυτού τού φυτού, το λινάρι μσν. αρχ. κλωστή από λινάρι αρχ. 1. κάθε πράγμα κατασκευασμένο από… … Dictionary of Greek
λινόκλως — λινόκλως, ὁ, ἡ (Α) λινουλκός*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού λινόκλωστος*] … Dictionary of Greek